σεισμολογία

σεισμολογία
η сейсмология

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σεισμολογία" в других словарях:

  • σεισμολογία — Κλάδος της γεωφυσικής, που εξετάζει τα σεισμικά φαινόμενα, δηλαδή τους σεισμούς και το σύνολο των εκδηλώσεων που συνδέονται με αυτούς. Κύριος σκοπός της σ. είναι η έρευνα του τρόπου διάδοσης, των σεισμικών κυμάτων που γεννιούνται στην εστία του… …   Dictionary of Greek

  • σεισμολογία — η κλάδος της γεωλογίας που μελετά τους σεισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεισμολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεισμολογία ή στον σεισμολόγο 2. φρ. «σεισμολογικό ινστιτούτο» ίδρυμα στο οποίο μελετώνται οι σεισμοί με τη χρήση κατάλληλων οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμολογία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1893 στην… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α …   Dictionary of Greek

  • εισμολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας που ασχολείται με τη σεισμολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismologist (< σεισμός + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αἰών] …   Dictionary of Greek

  • Βαρβιάνης, Διονύσιος — (Ζάκυνθος 1788 – 1866). Λόγιος από τη Ζάκυνθο, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, φυσικομαθηματικός. Αναφέρεται και με το επώνυμο Βαρβίας. Ήταν εκδότης του ιταλόφωνου περιοδικού Giornale Letterario, με έδρα τη Ζάκυνθο. Όταν ο Αλή πασάς κατήγγειλε στις… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική γεωλογία — Κλάδος της γεωλογίας που μελετά τις γεωλογικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Γης. Οι δυνάμεις που εμφανίζονται σε αυτές τις διεργασίες, ο τρόπος που δρουν και τα φαινόμενα που παράγουν είναι φυσικής, χημικής ή… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροακουστική — Κλάδος της εφαρμοσμένης ακουστικής που ασχολείται με τη θεωρητική έρευνα και κυρίως με τις πρακτικές εφαρμογές για την μετατροπή της ακουστικής ενέργειας σε ηλεκτρική και αντίστροφα. Οι διατάξεις που χρησιμοποιούνται για τη μετατροπή των ήχων σε… …   Dictionary of Greek

  • Μερκάλι, Ιωσήφ — (Giuseppe Mercalli, Μιλάνο 1850 – Ρώμη 1914). Ιταλός φυσικός και γεωλόγος ειδικευμένος στην ηφαιστειολογία και στη σεισμολογία. Ξεκίνησε τις σπουδές του σε εκκλησιαστική σχολή του Μιλάνου, όπου διετέλεσε μαθητής του γεωλόγου Στοπάνι. Δίδαξε σε… …   Dictionary of Greek

  • σεισμολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σεισμολογία: Σεισμολογικές έρευνες. – Σεισμολογικά κέντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»